- αινογένεθλος
- αἰνογένεθλος, -ον (Α)αυτός που γεννήθηκε για να φέρει δυστυχία.[ΕΤΥΜΟΛ. < αἰνὸς + γενέθλη*].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αἰνογένεθλοι — αἰνογένεθλος born to ill luck masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)